Αγώνας
εργαζομένων και φτωχομεσαίας αγροτιάς για έξοδο από την ΕΕ
Οργάνωση
της αγροτικής παραγωγής με βάση τις κοινωνικές ανάγκες
Προς οριστικό λουκέτο οδεύει η Ελληνική
Βιομηχανία Ζάχαρης (ΕΒΖ) καθώς η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και ο αν. υπουργός Οικονομίας κ. Πιτσιόρλας
προσπαθούν απλά να μεταθέσουν το λουκέτο μετά τις εκλογές με μοναδικό στόχο να
παραμείνει σε υποτυπώδη λειτουργία το εργοστάσιο στο Πλατύ Ημαθίας. Η υποβολή της αίτησης υπαγωγής της EBZ στο
άρθρο 106Β του Πτωχευτικού Κώδικα, όπως έχει ήδη συμφωνηθεί
με τον βασικό πιστωτή της εταιρείας, την Τράπεζα Πειραιώς απλά
καθυστερεί ενώ η παραγωγή τεύτλων για άλλη μια χρονιά θα σαπίσει στα
χωράφια.Τέλος εποχής λοιπόν για τη μεγαλύτερη εγχώρια καθετοποιημένη αγροτική
βιομηχανία που στο απόγειό της είχε φτάσει να διαθέτει τέσσερα ζαχαρουργεία
(Ορεστιάδα, Πλατύ Ημαθίας, Σέρρες, Ξάνθη), ένα εργοστάσιο επεξεργασίας σπόρων,
τρία κέντρα διανομής, ακόμα και μονάδα ηλεκτρομηχανολογικών κατασκευών, ενώ το
2000 απέκτησε και δύο μονάδες στη Σερβία.
Ειδικά
για την περιφέρεια της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης η σταδιακή απαξίωση και
η πορεία προς το λουκέτο της ΕΒΖ οδήγησε στην ανεργία εκατοντάδες εργαζόμενους
και στην φτωχοποίηση χιλιάδων αγροτών. Αυτή η πολιτική που
εφάρμοσαν όλες οι κυβερνήσεις από
την περίοδο που η Ελλάδα εισήλθε στην ΕΟΚ -μετέπειτα ΕΕ, αποτυπώνει τις
ολέθριες συνέπειες της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ). Εφαρμόστηκαν κατά γράμμα οι ντιρεκτίβες της ΚΑΠ, η
τπολιτική των ποσοστώσεων και η συρρίκνωση της αγροτικής παραγωγής με
αποτέλεσμα να μπει ταφόπλακα στην παραγωγή και εμπορία λευκής κρυσταλλικής
ζάχαρης που βασιζόταν στα άριστης ποιότητας ελληνικά ζαχαρότευτλα
με υψηλή απόδοση ζάχαρης.
Το 1979,
πριν την έισοδο στην ΕΕ, η Ελλάδα
μελετούσε την κατασκευή του έκτου της ζαχαρουργείου στα Τρικάλα, αλλά
μερικά χρόνια αργότερα, η ΕΕ επέβαλε πόση ζάχαρη θα παράγει η Ελλάδα και πόσο θα περικόπτεται η επιδότηση όταν η
αγροτική παραγωγή ζαχαρότευτλων υπερέβαινε τα όρια που είχε θέσει η ΕΕ.
Σημείο-σταθμός αυτής της αντιαγροτικής πολιτικής της ΕΕ ήταν το 2006, όταν οι
υπουργοί Γεωργίας ενέκριναν τη ριζική μεταρρύθμιση του τομέα ζάχαρης με απώτερο
στόχο η καλλιέργεια να περιοριστεί ουσιαστικά στη λωρίδα Λονδίνου-Πράγας. Το
διάστημα 2007-2008, στο πλαίσιο του προγράμματος αναδιάρθρωσης, η Ελλάδα
αποποιήθηκε το 50,01% της εθνικής της ποσόστωσης με αποτέλεσμα αυτή να ανέλθει
συνολικά στους 158.702 τόνους από 317.502 που ήταν αρχικά. Αυτή την περίοδο, με
αντάλλαγμα 87 εκατ. ευρώ, η χώρα μας από τα πέντε εργοστάσια ζάχαρης έκλεισε τα
δύο (Λάρισα και Ξάνθη) με σκοπό δήθεν να μετατραπούν σε εργοστάσια παραγωγής
βιοαιθανόλης. Συνέπεια όλων των παραπάνω ήταν 30.000 άνθρωποι στην βόρεια Ελλάδα,
αγρότες, εργαζόμενοι κ.λπ, να πεταχτούν στο δρόμο αφού η καλλιέργεια από
400.000 στρέμματα το 2006 έπεσε στα 55. 000 στρέμματα.
Ο στόχος
της ΕΕ επετεύχθη και η Ελλάδα μετατράπηκε τελικά σε χώρα εισαγωγέα ζάχαρης καθώς
στην τελευταία δεκαετία τριπλασιάστηκε
η αξία των εισαγωγών ζάχαρης! Ειδικότερα, από 51,3 εκατ. ευρώ εισαγωγών
ζάχαρης από ζαχαροκάλαμο ή από τεύτλα και ζαχαρόζη χημικώς καθαρή το 2004, η
χώρα μας έφθασε το 2017 να πληρώσει για εισαγωγές 168,4 εκατ. ευρώ. Είναι δε
χαρακτηριστικό ότι το 2012 που η εγχώρια παραγωγή δεν έπιασε καν την μειωμένη
τιμή ποσόστωσης (158.000 τόνοι), αφού καλλιεργήθηκαν λίγα στρέμματα, η παραγωγή
στα εργοστάσια σταμάτησε. Έτσι, για την κάλυψη των αναγκών σε ζάχαρη έγινε
συμφωνία ανάμεσα σε γερμανική εταιρεία, που εκείνη την περίοδο ήταν στους
υποψήφιους αγοραστές, και την ΕΒΖ.
Τεράστιες
είναι και οι ευθύνες της πολιτικής “σωτηρίας” του τραπεζικού τομέα. Η ΕΒΖ υποχρεωνόταν επί χρόνια να
δανείζεται με ληστρικά επιτόκια που κυμαίνονταν από 9,5% το 2013, μέχρι 10% το
2012 και 12,45% το 2011 παρόλο που η
πρώτη ήταν θυγατρική της δεύτερης! Το 2012 λόγω PSI, συνεχών απομειώσεων της
αξίας των θυγατρικών κ.λπ. η ΑΤΕ θεωρήθηκε «μη βιώσιμη» και
χαρίστηκε στην Τράπεζα Πειραιώς με εξευτελιστικό
τίμημα 100 εκατ. ευρώ, όταν μόνο η ακίνητη περιουσία της ξεπερνούσε το 1 δισ.
ευρώ.
Το
παράδειγμα της βιομηχανίας ζάχαρης και της εγχώριας παραγωγής ζαχαρότευτλων
αποδεικνύει με τον πιο δραματικό τρόπο την επιδείνωση της θέσης της πλειοψηφίας
των αγροτών μετά την ένταξη στην ΕΕ. Η Ελλάδα μετατράπηκε από εξαγωγέας αγροτικών προϊόντων σε
εισαγωγέα, με το αγροτικό εμπορικό έλλειμμα να φθάνει τα 3,5- 4 δισ. ευρώ το
χρόνο ξεπερνώντας, για πρώτη φορά, το σύνολο των ετήσιων «αγροτικών»
επιδοτήσεων της ΕΕ. Το εμπορικό έλλειμμα αγροτικών προϊόντων το διάστημα
2000-2007 αυξήθηκε κατά 50%, ενώ το συνολικό εμπορικό έλλειμμα αυξήθηκε κατά
30%. Το έλλειμμα με την ΕΕ είναι μεγαλύτερο από ό,τι με όλες τις άλλες
χώρες. Αυτά και μόνο τα στοιχεία
αποδεικνύουν τον καταλυτικά αντιδραστικό ρόλο της ΕΕ και των πολυεθνικών της σε
βάρος των φτωχομεσαίας αγροτιάς αλλά και των εργατών που έχασαν τη δουλειά τους
όχι μόνο στην ΕΒΖ αλλά και σε τόσες άλλες
επιχειρήσεις του αγροτοβιομηχανικού τομέα όλα αυτά τα χρόνια.
Η αποτίμηση
της περίπου 40χρονης πορείας της αγροτικής παραγωγής εντός ΕΟΚ-ΕΕ συμπυκνώνεται
σε 3 σήμεια;
-εκτινάχθηκαν
οι εξαγορές και οι ιδιωτικοποιήσεις στην αγροτική βιομηχανία.
-η αγροτική
γη και η παραγωγή συγκεντρώθηκε σε λίγα χέρια διαμέσου της αύξησης της άμεσης
ιδιοκτησίας και κυρίως της ενοικίασης.
-μειώνεται
ραγδαία ο αριθμός των μικροαγροτών. Το σύνολο των απασχολουμένων στον αγροτικό
τομέα το 2010 ήταν περίπου 550.000 από 720.000 το 2000.
Η
ΑΝΤΑΡΣΙΑ στην Ανατολική Μακεδονία-Θράκη καλέι τους εργαζόμενους και τη
φτωχομεσαία αγροτιά να παλέψει για έξοδο από την ΕΕ και ανατροπή αυτής της
πολιτικής. Παρότι οι
δραματικές συνέπειες από την εφαρμογή της ΚΑΠ έχουν οδηγήσει τα πράγματα σε
τραγικό σημείο, οι κυρίαρχοι κύκλοι και η ΕΕ προσπαθούν να μας πείσουν ότι το
μόνο ρεαλιστικό και επιστημονικά εδραιωμένο μοντέλο αγροτικής παραγωγής είναι
αυτό που εφαρμόζεται. Ωστόσο η ίδια η πραγματικότητα κάνει φανερό ότι η
παραμονή στην ΕΕ ειδικά σήμερα, την περίοδο της πιο βαθιάς κρίσης του
συστήματος, μόνο αίμα και δάκρυα έχει να δώσει για τους μικρούς αγρότες και τους
εργαζόμενους συνολικά. Η έξοδος από την ΕΕ είναι αναγκαίος όρος για το
άνοιγμα ενός άλλου δρόμου και για την αγροτική παραγωγή. Με βασική
πυξίδα, την οργάνωση της αγροτικής παραγωγής με κριτήριο την διατροφή και την
ένδυση των εργαζόμενων και όχι το κέρδος και τις εξαγωγές. Μια αγροτική
παραγωγή βασισμένη μόνο στις εξαγωγές και το κέρδος οδηγεί σε πείνα και
δυστυχία τους μικροαγρότες, σε καταστροφή πολλών αγροτικών προϊόντων και κλάδων
αλλά και σε περιστασιακή ανάπτυξη άλλων, πάντα με γνώμονα το κέρδος και όχι τις
κοινωνικές ανάγκες. Γι’ αυτό δεν αρκεί μόνο η απλή έξοδος από την ΟΝΕ,
απαιτείται η ρήξη-έξοδος από τον «κορσέ» της ΕΕ και η διαμόρφωση ενός
παραγωγικού ιστού όπου οι ανάγκες της κοινωνίας θα καθορίζουν το τι, πώς και
πόσο θα παράγεται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου